Το εξώδικο αποτελεί μία έγγραφη ενημέρωση, επιφύλαξη, όχληση, προειδοποίηση ενός άλλου προσώπου (φυσικού ή νομικού) έναντι του οποίου υφίσταται κάποια έριδα ή αξίωσή μας. Το εξώδικο δεν είναι παρά μία «επιστολή» προς τον αντίδικο ή τρίτο η οποία λαμβάνει χώρα εκτός Δικαστηρίου και προσφέρει το πλεονέκτημα ότι επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή και συνεπώς αποδεικνύουμε με βεβαιότητα την επίδοσή της στον τρίτο αλλά και το περιεχόμενό της.
Το εξώδικο έγγραφο αποτελεί μία συνήθη πρακτική πριν την προσφυγή στην Δικαιοσύνη και μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (π.χ. ως όχληση να δημιουργεί τοκογονία ή ως καταγγελία να τερματίζει την ισχύ μίας σύμβασης). Ωστόσο, η αποστολή εξωδίκου μπορεί να είναι σε πολλές περιπτώσεις «επικίνδυνη» διότι δεσμεύει ως προς το περιεχόμενό της τις επιλογές μας και τους μελλοντικούς ισχυρισμούς μας στο Δικαστήριο. Έτσι, η αποστολή εξωδίκου θα πρέπει να προτιμάται μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητη ή όταν θεωρούμε ότι θα προκαλέσει πράγματι την σωστή αντίδραση από την άλλη πλευρά. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφεύγεται η άκριτη αποστολή εξωδίκων διότι οι ισχυρισμοί που περιέχονται σε αυτά μπορεί να μάς δεσμεύσουν αργότερα ως προς το περιεχόμενο και την απόδειξη αγωγικών ισχυρισμών στο Δικαστήριο. Συνεπώς, η αποστολή ενός εξωδίκου θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης με τον δικηγόρο μας κι όχι βιαστική κίνηση προς αποφυγή δικαστικών διενέξεων.
Από την άλλη πλευρά, όταν λαμβάνουμε ένα εξώδικο, θα πρέπει και να απαντήσουμε και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να το αφήνουμε στην τύχη του. Η μη απάντηση στο εξώδικο μπορεί υπό ορισμένες περιστάσεις να συνιστά και σιωπηρή αποδοχή των όσων ο αντίδικος/αποστολέας σάς έχει αναφέρει και για αυτό δεν πρέπει να μένει αναπάντητο. Ένα εξώδικο μπορεί, επίσης, να συνιστά την έναρξη μίας προθεσμίας, να οριοθετεί την άσκηση δικαιωμάτων μας ή και να έχει σοβαρές έννομες συνέπειες. Για τον λόγο αυτό, όταν επιδίδεται ένα εξώδικο σε εμάς, θα πρέπει πάντοτε να αποτελεί θέμα συζήτησης με τον δικηγόρο μας. Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις η λήψη ενός εξωδίκου παραβλέπεται από τον λήπτη και όταν φτάνει στον δικηγόρο του είναι πλέον αργά για να προβεί στις δέουσες ενέργειες.
Το εξώδικο, επίσης, μπορεί να έχει σημασία και στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης ιδίως όταν έχει με αυτό αναδειχθεί μία συμπεριφορά του λήπτη του εξωδίκου που ο αποστολέας θεωρεί αξιόποινη, η συνέχισή της μετά την λήψη του εξωδίκου σημαίνει ότι ο λήπτης πλέον πράττει με πρόθεση/δόλο. Συνεπώς, ένα εξώδικο έγγραφο μπορεί και πάλι υπό περιστάσεις να θεμελιώσει την πρόθεση του δράστη που συνεχίζει παρά το εξώδικο την ίδια συμπεριφορά (η οποία προ του εξωδίκου μπορεί να οφειλόταν απλώς σε αμέλειά του).
Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι παρότι ένα εξώδικο μπορεί να συνταχθεί ακόμα και από μη δικηγόρο, μία τέτοια πρακτική θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για αυτόν που το στέλνει χωρίς να έχει την κατάλληλη νομική συμβουλή. Γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγουμε την αποστολή εξωδίκων χωρίς δικηγόρο και χωρίς να έχουμε αναφέρει σε αυτόν το σύνολο των δεδομένων μίας υπόθεσης